- γρεναδιέρος
- ο1. Γάλλος στρατιώτης ειδικευμένος στο να ρίχνει χειροβομβίδες (18ος-19ος αιώνας)2. φρουρός τών βασιλικών ανακτόρων τής Μεγάλης Βρετανίας με γραφική στολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. grenadier «στρατιώτης ειδικευμένος στο να ρίχνει χειροβομβίδες»].
Dictionary of Greek. 2013.