γρεναδιέρος

γρεναδιέρος
ο
1. Γάλλος στρατιώτης ειδικευμένος στο να ρίχνει χειροβομβίδες (18ος-19ος αιώνας)
2. φρουρός τών βασιλικών ανακτόρων τής Μεγάλης Βρετανίας με γραφική στολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. grenadier «στρατιώτης ειδικευμένος στο να ρίχνει χειροβομβίδες»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μακρουρίδες — (macrouridae). Οικογένεια τελεόστεων ψαριών της τάξης gadiformes, η οποία περιλαμβάνει τα πιο κοινά και άφθονα είδη βενθικών ψαριών. Πρόκειται για ψάρια με μακρύ σώμα μεσαίου μήκους, το οποίο σκεπάζεται από μεγάλα λέπια, με μακριά και πλευρικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”